SPIROS LUIS
Home ] Up ]

 

 


ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Ο Ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης σε μια φωτογραφία μετά την νίκη του στον μαραθώνιο. Στη μικρή φωτογραφία στη δεξιά σελίδα η δόξα της Ελλάδας το 1936, στα γεράματά του.

Στις 13 Αυγούστου του 490 π.Χ. οι Αθηναίοι, υπό τον στρατηγό Μιλτιάδη, κατανίκησαν τους Πέρσες στον κάμπο του Μαραθώνα. Ένας οπλίτης ανέλαβε να φέρει το μήνυμα της νίκης στην Αθήνα.

Ξεκίνησε φορτωμένος τα όπλα του και έκανε την διαδρομή τρέχοντας. Όταν έφτασε στο άστυ, αναφώνησε “Νενικήκαμεν” κι έπεσε νεκρός. Η μεταγενέστερη παράδοση τον θέλει να περνά από ένα σημείο, όπου χωρικοί του φώναζαν “Σταμάτα! Σταμάτα!”, για να μάθουν το αποτέλεσμα της μάχης. Η περιοχή ονομάστηκε Σταμάτα. Σε άλλο σημείο ο πρώτος μαραθωνοδρόμος κοντοστάθηκε να ανασάνει, γιατί κόντεψε να του βγει η ψυχή. Η περιοχή ονομάστηκε Ψυχικό.

Το πώς “παντρεύτηκε” στο μυαλό του Γάλλου λόγιου Μισέλ Μπρελ η νίκη στον Μαραθώνα με τους Ολυμπιακούς στην Αθήνα δεν έχει ξεκαθαριστεί.

 Πρότεινε όμως στον Κουμπερτέν ένα πρότυπο αγώνισμα: δρόμο αντοχής από τον Μαραθώνα ως το Καλλιμάρμαρο. Και υποσχέθηκε ότι ο ίδιος θα αθλοθετούσε βαρύτιμο ασημένιο κύπελλο για το νικητή.

Η ιδέα έγινε δεκτή και έτσι δημιουργήθηκε το άθλημα του μαραθώνιου δρόμου. Μια δοκιμαστική κούρσα έφερε τον νικητή Χαρίλαο Βασιλάκο να κάνει χρόνο τρεις ώρες και 18 λεπτά. Χρόνος που μειώθηκε κατά 6 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα στην προκριματική διαδρομή, όπου νικητής αναδείχθηκε ο Γιάννης Λαυρέντης. Η πρωτιά των Ολυμπιακών Αγώνων συνδυάστηκε με την πρωτιά του νέου αγωνίσματος που ξαφνικά έγινε “εθνική υπόθεση” όλων.

Οι φήμες οργίαζαν: ως και προίκα από τον εθνικό ευεργέτη Γεώργιος Αβέρωφ λεγόταν ότι θα εξασφάλιζε ο νικητής. Η ελληνική ομάδα ήταν πολυπληθής και καλά προπονημένη. Με τον ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλο, που είχε οριστεί αφέτης, να παρακολουθεί άγρυπνα την κατάσταση.

Ο 26χρονος τότε Σπύρος Λούης δεν είχε καιρό για αθλητισμό.

 Ζούσε στο Μαρούσι, έβγαζε το ψωμί του πουλώντας νερό με τη σούστα του κι ήταν βαθιά απελπισμένος, καθώς οι γονείς της καλής του και μοιραίας Ελένης έδειχναν να μην τον θέλουν. Ώσπου η Ελένη άκουσε για τον μαραθώνιο και τον χαμό που γινόταν για αυτόν και κατέβασε την φαεινή ιδέα: “Αν τρέξεις και νικήσεις, δεν μπορούν να πουν όχι”. Μια κουβέντα ήταν. Ούτε είχε ξανατρέξει ούτε ήξερε πολλά πολλά για τον αθλητισμό, τη μεγάλη ιδέα και τον οπλίτη της αρχαιότητας. Τον αγαπούσε όμως. Παρουσιάστηκε στον αθλίατρο και ζήτησε να τρέξει. Δεν ανήκε σε σύλλογο, δεν είχε προπονητή, δεν ήξερε καν την διαδρομή.

Με την επιμονή του δέχτηκαν να τον δοκιμάσουν. Έτρεξε χίλια μέτρα και ήρθε δεύτερος και καταϊδρωμένος, είκοσι ολόκληρα δευτερόλεπτα πίσω από τον αθλητή που τον έβαλαν να αγωνιστεί. Η συμμετοχή του απορρίφθηκε. Τον έπιασε μαύρη απελπισία: έχανε την Ελένη! Και ξαφνικά άκουσε μια άγρια φωνή που του φάνηκε μελωδία: “Τι θέλεις εσύ εδώ;”. Ήταν ο αφέτης συνταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, που τον είχε ορντινάντσα στον στρατό. “ Να τρέξω, κύριε συνταγματάρχα, αλλά δεν με αφήνουν”.

Ο συνταγματάρχης ανέβαλε να << καθαρίσει >>, λέγοντας στον αρχίατρο ότι ο νεαρός είχε τρομερή αντοχή : << Από τους Αμπελόκηπους τον έστελνα στο Σύνταγμα για τσιγάρα και γυρνούσε σε είκοσι λεπτά >>. Η συμμετοχή του Σπύρου Λούη εγκρίθηκε << κατά παρέκκλισιν >>. Καταμεσήμερο δόθηκε το σύνθημα της εκκίνησης : τέσσερις ξένοι αθλητές, δώδεκα Έλληνες κι ο νερουλάς από το Μαρούσι. Ως το Πικέρμι μπροστά πήγαινε ο Αυστραλός, πίσω του ο Γάλλος, πιο πίσω ο Ούγγρος, μετά ο Άγγλος κι ακολουθούσαν οι Έλληνες, με τον Λούη τελευταίο. Στο Πικέρμι ήπιε ένα ποτήρι κρασί να καρδαμώσει. Με τίποτα δεν θα την έχανε την Ελένη.

Ξεκίνησε να τους περνά τον έναν μετά τον άλλο. Τα νέα μαθεύτηκαν στο Στάδιο, όπου 60.000 θεατές κραυγάζουν ρυθμικά <<Έλλην, Έλλην >>.

Ο Σπύρος Λούης μπήκε στο Στάδιο νικητής και ακμαίος, με χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και πενήντα δευτερόλεπτα, συντρίβοντας το ρεκόρ κατά δεκαπέντε λεπτά. Κανένας όμως δεν ασχολιόταν με το ρεκόρ. Χαμένος στις αγκαλιές παραληρούντων πριγκίπων και απλών Ελλήνων, ζούσε το θρίαμβο του. Ξενύχτησε διασκεδάζοντας. Του υποσχέθηκαν λαγούς με πετραχήλια. Κατάφερε να πάρει μια καινούργια σούστα. Και βέβαια να παντρευτεί τη μοιραία Ελένη. Ποιοι γονείς μπορούσαν ν’ αρνηθούν στον ήρωα;

Δεν ξανάτρεξε. Στους Ολυμπιακούς του 1936 μπήκε σημαιοφόρος της Ελληνικής ομάδας στο στάδιο του Βερολίνου.

Στα 1938, ακριβός 42 χρόνια μετά το θρίαμβο, τιμήθηκε με ισόβια σύνταξη που του παραχώρησε η γενέτειρά του κοινότητα Αμαρουσίου Αττικής.

Πέθανε στις 28 του Μάρτη του 1940.